διάσωσμα

διάσωσμα
διάσωσμα, το (Μ)
1. διαφύλαξη, σωτηρία («διάσωσμα κόσμου»)
2. αυτός που διασώζει, σωτήρας («τῶν Ὁσίων καύχημά τε καὶ διάσωσμα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”